- φυλλάς
- φυλλάςleafyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλλάς — άδος, ἡ, Α 1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ ἐς δόμους», Αισχύλ.) 2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ ἄδεσμον τόνδ ἔχουσα», Ευρ.) 3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.) 4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά … Dictionary of Greek
φυλλάδα — φυλλάς leafy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδας — φυλλάς leafy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδες — φυλλάς leafy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδι — φυλλάς leafy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδος — φυλλάς leafy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδων — φυλλάς leafy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάσι — φυλλάς leafy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάσιν — φυλλάς leafy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάδ' — φυλλάδα , φυλλάς leafy fem acc sg φυλλάδι , φυλλάς leafy fem dat sg φυλλάδε , φυλλάς leafy fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)